μεσοκυνίου

μεσοκυνίου
μεσοκύνιον
pastern
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κυνήποδες — οι (Α κυνήποδες, Μ κυνόποδες) οι αρθρώσεις τών ποδιών τού ίππου μεταξύ τού πήχεως και τού μεσοκυνίου, κν. πουλάκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + πόδες (< πούς), πρβλ. ιππό ποδες, κονιορτό ποδες] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”